Καμιά φορά θυμώνω με τις
«ταμπέλες» στα βιβλία. Αυτό είναι κλασικό, αυτό είναι γλυκανάλατο, αυτό είναι
παραλίας, αυτό είναι βαρύ, αυτό είναι must-read.
Πολλά βιβλία προσπερνώ λόγω κάποιας ταμπέλας. Κι αν τελικά τύχει και τα
διαβάσω, τις περισσότερες φορές διαπιστώνω ότι η ταμπέλα που του έχουν κοτσάρει
δεν του ταιριάζει. Αλλά λογικό δεν είναι?
Δεν είναι ούτε όλες οι ώρες
ίδιες, ούτε όλες οι διαθέσεις ανάλογες. Και το μυαλό μας τώρα τελευταία
υπερφορτώνεται σκοτούρες και σκέψεις, που δε σηκώνει άλλο βάρος. Και να πω ρε
γαμώτο ότι σκοτίζεται για κάτι σημαντικό, πάει στο διάολο.
Αλλά να κλατάρει για τόσο ανούσια
πράγματα όπως το νοίκι ή το ρεύμα και να παλεύεις με τις ενοχές επειδή
σκέφτεσαι να αγοράσεις κάτι για σένα ή για κάποιον που αγαπάς ή να βγεις απλά
έξω να διασκεδάσεις, δεν μπορώ να το χωνέψω. Στο λαιμό μου κάθεται.
Πολλές φορές στο παρελθόν που
βρέθηκα σε ανάλογα διλήμματα –ρεύμα ή μπουζούκια?- νοίκι ή παπούτσια?( καλά
τότε δεν ψωνίζαμε και παπούτσια σαμουράι - έχω πει fuck you νοίκι
και ΔΕΗ που θα κάτσω να σκάσω, λεφτά μου είναι κι άμα γουστάρω τα βάζω φωτιά
και τα καίω (και άλλα τέτοια επαναστατικά του καναπέ όταν είσαι στα 20.
Αλλά τότε βλέπεις είχα μόνο το τομάρι μου να
κλάψω κι άντε κανένα ξινισμένο γάλα στο ψυγείο να πετάξω. Και χέστηκα άμα μου
βαρέσουν την πόρτα για τα κοινόχρηστα και τη βγάζω λίγες μέρες και με κεριά
(άμα λάχει να ούμε)
Τώρα όμως? Τώρα στο σπίτι γίναμε πολλοί. Κι η παροιμία λέει «μοναχός
σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα». Όμως οι υπόλοιποι τι φταίνε να φουσκαλιάζουν
τις πατούσες τους χοροπηδώντας επειδή έτσι θες εσύ? Κι έτσι μαζεύεσαι.
Μαζεύεσαι τόσο και στο τέλος μικραίνεις.
Μικραίνεις τα όνειρα, μικραίνεις
τα θέλω σου, μικραίνεις τις προσδοκίες σου, μικραίνεις την ψυχή και το μυαλό
σου, μικραίνεις σαν άνθρωπος τόσο, που γίνεσαι ένα μίζερο τρολ. Και δε σου
αρέσει, ούτε αρέσει και σ αυτούς που σ αγαπούν. Και πάει λέγοντας.
Κάνοντας το καθημερινό δρομολόγιο
με τα πιτσιρίκια για τα ψώνια της ημέρας και την καθιερωμένη βόλτα, σταματάω σε
μια διάβαση και περιμένω να ανάψει το φανάρι για να περάσω. Στο στύλο δίπλα μου
είναι κολλημένη μια κόλλα Α4 που γράφει «Πάρε ένα χαμόγελο» και από κάτω είναι
κομμένη σε λωρίδες γεμάτη ζωγραφιστά χαμογελάκια, τέτοια : ) Αμερικανιά, από αυτές που μ αρέσουν και
κόβω ένα. Ωραία, σκέφτομαι, τώρα πρέπει κάπου να το πασάρω κι από κει να αλλάξει
χέρια και να φτιάξουμε ολονών τη μέρα.
Περνάω απέναντι και αρχίζω να
παρατηρώ τους περαστικούς, προσπαθώντας να διαλέξω σε ποιον θα το δώσω. Ένας
τύπος που βγήκε από μια μερσεντές. Ε, αυτός έχει φράγκα λέω, δε χρειάζεται
χαμόγελα. Μια αγριεμένη μαμά που μαλώνει ένα πιτσιρίκι. Αυτή είναι σκύλα, δεν
της το δίνω. Αυτουνού τα ρούχα δε μ αρέσουν. Αυτή περπατάει με τουπέ. Αυτή την
ξέρω, είναι ξινή. Αυτός είναι έτσι, η άλλη είναι αλλιώς, πήγα κι ήρθα και
γύρισα σπίτι με το χάρτινο χαμόγελο στην τσέπη. Καταλάβατε τι εννοώ μικραίνουμε
σαν άνθρωποι?
Δε με πειράζει και τόσο που δε
βγαίνει ο μήνας. Ούτε που δε βγαίνουμε πια κι εμείς. Ούτε που σε κάθε
λογαριασμό που έρχεται κάτι θα αφήσουμε να μας κόψουν γιατί δε γίνεται αλλιώς.
Ούτε που τα ρούχα μας αλλάζουν χέρι και από χέρι σε χέρι τα ίδια φοράμε όλοι.
Με πειράζει που μίκρυνε η καρδιά μας. Που κοιτάμε τα πιάτα μας και δε βγάζουμε
λέξη, που αφήνουμε τα πιτσιρίκια 3 ώρες στην τηλεόραση γιατί δε θέλουμε να
ασχοληθούμε, που μας νοιάζει περισσότερο να μην έχουν όσοι έχουν, κι όχι να
έχουν όσοι δεν έχουν. Και το κυριότερο είναι πως αντί να χαιρόμαστε με τα όσα
έχουμε, τα προσπερνάμε γιατί σκεφτόμαστε αυτά που δεν έχουμε.
Με πειράζει που καταντήσαμε όχι
απλώς να μη χαμογελάμε, αλλά που προτιμάμε να κρατήσουμε τα χαμόγελα στην τσέπη
μας επειδή κανείς δεν είναι αρκετά «άξιος» να του το δώσουμε. Φτάσαμε σε σημείο
να «μετράμε» τους ανθρώπους, για να αποφασίσουμε να τους δώσουμε ένα χάρτινο
χαμόγελο.
Το έχω κρατήσει αυτό το χαρτάκι
με το ζωγραφιστό χαμόγελο, για να θυμάμαι το πού προσπαθούν να μας οδηγήσουν
κάποιοι, όλοι αυτοί οι γνωστοί άγνωστοι και να θυμάμαι ότι έχω πολλά ράμματα
για τη γούνα τους και να θυμάμαι να ΜΗΝ τους κάνω τη χάρη.
Δεν τους κατηγορώ πια, το έκανα
μέχρι ενός σημείου. Μετά άρχισα να κατηγορώ τον εαυτό μου. Αλλά ούτε αυτό το
κάνω πια. Από κάποιο σημείο κι έπειτα, το πράγμα άρχισε να γίνεται μόνο του.
Αλλά σίγουρα θα κατηγορήσω τον εαυτό μου αν δεν το παλέψω.
«Τα παιδιά της Θεσσαλονίκης» σας
έχω για σήμερα. Μια εκπληκτική τριλογία , αν κι έχω μόνο το πρώτο. Μ αρέσει
πολύ που μας μαθαίνει ιστορία χωρίς να υπερφορτώνει τον ετοιμόρροπο εγκέφαλο με
δύσκολη γραφή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό!
«Εγώ, η Άρτεμη, 10 ετών, τους αγαπώ και
τους τρεις για πάντα. Πώς θα μπορούσα ποτέ να διαλέξω ανάμεσα στον Δημοσθένη,
τον Βασίλη και τον Περικλή; Εγώ, ο Δημοσθένης, 11 ετών, αγαπώ την Άρτεμη
περισσότερο κι από τους καλύτερους φίλους μου, τον Βασίλη και τον Περικλή.
Θα με παντρευτεί γιατί θα γίνω ένας
μεγάλος ποιητής. Εγώ, ο Βασίλης, θα σκοτώσω τον Περικλή ή τον Δημοσθένη, τους
καλύτερους φίλους μου, αν αποφασίσει η Άρτεμη να παντρευτεί ένα από αυτούς αντί
να γίνει γυναίκα μου. Αλλά θα κυβερνήσω τον κόσμο και θα με διαλέξει.
Εγώ, ο Περικλής, 11 ετών, θα βρω τα
ωραιότερα διαμάντια της Αφρικής για να τα χαρίσω στην Άρτεμη, την πολυαγαπημένη
μου. Το 1881, κάτω από τον ίσκιο των Οθωμανών που κατέχουνε τη Θεσσαλονίκη,
ξεκινάει η εξωφρενική περιπέτεια αυτών των ιπποτών του σύγχρονου κόσμου, που
μας διηγείται με το συναρπαστικό του ταλέντο ο Μπερνάρ Λέντερικ.»
Άντε καλημέρες !! (και ρίχτε και
κανα χαμόγελο, τζάμπα είναι )
Lola Cathrine